- ῥηίδιος
- ῥηίδιος (Att. ῥᾴδιος), comp. ῥηίτερος, sup. ῥηίτατος and ῥήιστος: easy; w. dat., also foll. by inf.; pers. for impers., ῥηίτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί, Il. 18.258.—Adv., ῥηιδίως, sup. ῥηίτατα, Δ 3, Od. 19.577.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.