ῥηίδιος

ῥηίδιος
ῥηίδιος (Att. ῥᾴδιος), comp. ῥηίτερος, sup. ῥηίτατος and ῥήιστος: easy; w. dat., also foll. by inf.; pers. for impers., ῥηίτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί, Il. 18.258.—Adv., ῥηιδίως, sup. ῥηίτατα, Δ 3, Od. 19.577.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥηίδιος — ῥηΐδιος , ῥᾴδιος easy masc nom sg (epic ionic) ῥῄδιος easy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”